- θιασάρχης
- ο , θιασάρχίνα[-ίς (-ιδος)] η руководитель, глава театральной труппы, антрепренёр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θιασάρχης — leader of a masc nom sg θιασαρχέω to be leader of a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… … Dictionary of Greek
θιασάρχης — ο διευθυντής θιάσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
θιασαρχώ — θιασαρχῶ, έω (Α) [θιασάρχης] είμαι αρχηγός θιάσου, διευθύνω θίασο βακχευτών, πανηγυριστών κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου … Dictionary of Greek
Απέργης, Αναστάσιος — (1864; – 1942). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1884 παίζοντας διάφορους δευτερεύοντες ρόλους με τον θίασο του Διονύσιου Ταβουλάρη. H επιτυχία ήρθε δέκα χρόνια αργότερα, αφού στο μεταξύ μεταπήδησε στον χώρο της κωμωδίας.… … Dictionary of Greek
Βεργή, Έλσα — (Αθήνα 1921 – 1980). Ηθοποιός. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών, στο Ωδείο Αθηνών (πιάνο) και στο πανεπιστήμιο του Γέιλ (ΗΠΑ). Κατά το χρονικό διάστημα 1940 57 συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας με μεγάλη… … Dictionary of Greek
Δανδουλάκη, Κάτια — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στη δραματική σχολή του Λονδίνου. Σύζυγος του συγγραφέα Μάριου Πλωρίτη, θεωρείται από τις έμπειρες θεατρικές ηθοποιούς,… … Dictionary of Greek
Ευθυμίου, Χρήστος — (Λαμία 1900 – Αθήνα 1971). Ηθοποιός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υποκριτική στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη, τον Αιμίλιο Βεάκη και τον Σπύρο Μελά. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1929 με το θίασο… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek